- άλας
- Βλ. λ. άλατα.
* * *(-ατος), το (Α ἅλας) (νεοελλ. και αλάτι, τοαρχ. και ἅλς-ἁλός, ο)1. το χλωριούχο νάτριο, το μαγειρικό αλάτι που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη συντήρηση τροφίμων(βλ. λ. άλατα)2. η δύναμη που συντηρεί και κάνει νόστιμο κάτι, που τό προφυλάσσει από τη σήψη ή τη διάλυση«ο νοικοκύρης είναι τ' αλάτι τού σπιτιού»«ὑμεῑς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ ἐν τίνι ἁλισθήσεται;» (ο Χριστός προς τους Αποστόλους, Κ.Δ.)«φῶς ἔσμεν καὶ ἅλας» (Οι χριστιανοί μέσα στον αμαρτωλό κόσμο, Ιω. Χρυσ.)«ἅλας αὐτοὶ ὑπάρχοντες ἤρτυον καὶ ἤλιζον πᾱσαν ψυχήν» (ο Μακάριος Αιγύπτου χαρακτηρίζει τους Αποστόλους)3. η νοστιμιά, η χάρη τών λόγων ή τού πνεύματος«τα λόγια του δεν έχουν αλάτι» (είναι άνοστα και βαρετά), «ἀττικὸν ἅλας» — η χάρη και η λεπτότητα τού αττικού πνεύματος, «λόγος ἅλατι ἠρτυμένος», «τὸ ἐπουράνιον ἅλας τοῡ πνεύματος»νεοελλ.«άλας αγγλικόν» ή «άλας τής Αγγλιτέρας» — θειική μαγνησία, καθαρτικό τών εντέρωναρχ.-μσν.1. η σοφία«τῷ θείῳ τῆς γραφῆς ἅλατι» — η θεϊκή (θεόπνευστη) σοφία τής γραφής2. το δόγμα, η αναμφισβήτητη αλήθειαφράσεις: «δεν δίνει ούτε σπυρί αλάτι», «οὺ σὺ γ' ἄν... σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ' ἅλα δοίης» (Ομ.)για τον υπερβολικά τσιγκούνη«φάγαμε ψωμί κι αλάτι», «πολλοὶ κοινωνήσαντες ἁλάτων καὶ τραπέζης» (Ωριγένης), «ὅρκον μέγαν, ἅλας τε καὶ τράπεζαν» (Αρχίλ.)δείγμα φιλίας και οικειότητας που προέρχονται από παλιά γνωριμία ή μακρά συμβίωση/ «όσα είπαμε νερό κι αλάτι» — όσα είπαμε να ξεχαστούν, να διαλυθούν οι παρεξηγήσεις, όπως τ' αλάτι μέσα στο νερό/ «αλάτι να γίνεις» (κατάρα) να εξαφανιστείς, να χαθείς/ «όπως λειώνει τ' αλάτι να λειώσουν οι κατάρες μου» — για κατάρες που ανακαλούνται, συνήθως από μητέρες για τα παιδιά τους/ «σε ξένο φαΐ αλάτι μη ρίχνεις» — μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις/ «τό 'σπειρε αλάτι» — δεν κατόρθωσε τίποτα, έφερε καταστροφή/ «τόν έκανε τ' αλατιού» — τόν έδειρε τόσο πολύ ώστε το πληγωμένο σώμα του χρειάζεται αλάτι για να μη σαπίσει/ «αλάτι πάει στην αλυκή και φρύγανα στο λόγγο» — γι' αυτόν που φέρνει κάτι εκεί όπου υπάρχει αφθονία ή ενεργεί άσκοπα και ανόητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταγενέστερη λ. για το «αλάτι», που αρχικά απαντά στον Αριστοτέλη. Ο τ. προήλθε από την αιτιατ. πληθ. (τους) ἅλας τής αρχαιότερης λ. (ὁ) ἃλς* «αλάτι» με μεταπλασμό τού γένους, πιθ. κατ' επίδραση λέξεων γένους ουδετέρου, με τις οποίες συνήθως συνεκφερόταν (πρβλ. κρέας, τὸ- ὄψον, τὸ- ὕδωρ, τὸ-ὄξος, τὸ- ἕλαιον, τὸ). Η λ. εξακολουθεί να χρησιμοποιείται και σήμερα υπό τον τύπο αλάτι* < υποκορ. αλάτι(ον).ΠΑΡ. αλατίζω, αλάτινος, αλατικόναρχ.-μσν.ἁλάτιοννεοελλ.αλάτι.ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλατο-δοχείο, αλατο-ειδής, αλατο-μιγής, αλατόπαστος, αλατο-πηγός, αλατο-ποιός, αλατο-πύκνωση, αλατουργός, αλατούχος, αλατο-φόρος, αλατο-φύλακας, αλατωρύχος].
Dictionary of Greek. 2013.